- πρόσκαιρον
- πρόσκαιροςoccasionalmasc/fem acc sgπρόσκαιροςoccasionalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
временьныи — (127) пр. 1.Временный, непостоянный, преходящий: достоино въсприим[е]мъ. за врѣменьноую и не чистоую сласть. СбТр XII/XIII, 21 об.; въ забыть пришедше боудоущаго соуда. и вѣчнаго осужени˫а. врѣменьноу присѣдѩть соудищю. (προσκαίροις) ПНЧ 1296,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λυπητήριος — λυπητήριος, ία, ον (Α) αυτός που προξενεί λύπη («τὸ λυπητήριον πρόσκαιρον, τὸ δὲ ὠφέλιμον διηνεκές», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπῶ + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος, μονασ τήριος)] … Dictionary of Greek
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek